απολείτουργα

απολείτουργα
(I)
(Μ ἀπολείτουργα) επίρρ. [λειτουργία]
μετά τη θεία λειτουργία.
————————
(II)
τα
1. τα κομμάτια από το πρόσφορο μετά την αφαίρεση του σφραγισμένου μέρους
2. κομμάτια από το πρόσφορο που δεν έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απολείτουργα — επίρρ. χρον., μετά τη λειτουργία: Απολείτουργα μαζεύτηκαν ν αποφασίσουν για το δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”