- απολείτουργα
- (I)(Μ ἀπολείτουργα) επίρρ. [λειτουργία]μετά τη θεία λειτουργία.————————(II)τα1. τα κομμάτια από το πρόσφορο μετά την αφαίρεση του σφραγισμένου μέρους2. κομμάτια από το πρόσφορο που δεν έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα.
Dictionary of Greek. 2013.